εντεχνος

εντεχνος
    ἔντεχνος
    ἔν-τεχνος
    2
    1) искусный, умелый
    

(δημιουργός Plat.)

    2) требующий технической или специальной подготовки
    

(πίστεις Arst.)

    3) искусный, искусно разработанный
    

(μέθοδος Arst.) или сделанный (ἔργον Plut.)

    4) сведущий в искусствах
    

(σοφία Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εντεχνος" в других словарях:

  • ἔντεχνος — within the range masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • έντεχνος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή έγινε με τέχνη ή επιτηδειότητα, αριστοτεχνικός, επιδέξιος: Απέφυγε έντεχνα την επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντεχνότατον — ἔντεχνος within the range masc acc superl sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέχνως — ἔντεχνος within the range adverbial ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεχνον — ἔντεχνος within the range masc/fem acc sg ἔντεχνος within the range neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεχνότερος — ἔντεχνος within the range masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέχνοις — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέχνου — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέχνους — ἔντεχνος within the range masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέχνων — ἔντεχνος within the range masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»